- σινδόνα
- σινδόνᾱ , σινδόνηfem nom/voc/acc dualσινδόνᾱ , σινδόνηfem nom/voc sg (doric aeolic)σινδώνfine clothfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σινδόν' — σινδόνᾱͅ , σινδόνη fem dat sg (doric aeolic) σινδόνα , σινδών fine cloth fem acc sg σινδόνι , σινδών fine cloth fem dat sg σινδόνε , σινδών fine cloth fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σινδόνας — σινδόνᾱς , σινδόνη fem acc pl σινδόνᾱς , σινδόνη fem gen sg (doric aeolic) σινδών fine cloth fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SINDON — an quod Sidone primum inventa? certe Tyria Sindon Martiali l. 4. Epigr. 19. ubi de Endronude, memoratur, byssus nempo seu lini species pretiosissima, e qua vestes mollissimae ac pretiosissimae conficiebantur, mutierum luxui destinatae (verba sunt … Hofmann J. Lexicon universale
σινδονίτης — ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. σινδονίτας, Α κατασκευασμένος από σινδόνη (α. «σινδονίτης τελαμών», Πολύδ. β. «σινδονίτης χιτών», Φώτ.) αρχ. 1. ντυμένος με ενδύματα από σινδόνα, από λεπτό ινδικό ύφασμα 2. ιμάτιο, ένδυμα από σινδόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σινδών, όνος … Dictionary of Greek
σινδονοφόρος — ὁ, Α 1. ιερέας με ένδυμα από σινδόνα, από λεπτό ύφασμα 2. υπάλληλος λουτρού που έφερνε την σινδόνα, την πετσέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σινδών, όνος «λεπτό ύφασμα» + φόρος*] … Dictionary of Greek
NOCTURNA Vestis — sive Cubitoria, ut vocat Petronius, olim quoque e lino fuit. Dionysius namque Episcopus Alexandriae apud Eusebium Histor. l. 6. c. 40. de curiosis ad se capiendum missis: Κἀγὼ μὲν, inquit, οἶδεν ὁ θεὸς, ὡς γηςαὶ εἶναι, πρότερον ἡγούμενος ἐπὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… … Dictionary of Greek
σεντόνι — το / σινδόνιον, ΝΜΑ, και σιντόνι Ν, και σινδώνιον Α νεοελλ. 1. λεπτό, λευκό ή χρωματιστό ύφασμα μεγάλων διαστάσεων που τοποθετείται πάνω στο στρώμα και κάτω από το κλινοσκέπασμα 2. μτφ. α) μακροσκελές και ανιαρό άρθρο, σχόλιο ή άλλο… … Dictionary of Greek
σινδονοειδής — ές, ΝΜ νεοελλ. φρ. «σινδονοειδής αστραπή» (μετεωρ.) είδος αστραπής που εξελίσσεται εξ ολοκλήρου μέσα σε ένα νέφος, παράγοντας διάχυτο φωτισμό μσν. όμοιος με σινδόνα, με λεπτό ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σινδών, όνος «λεπτό ύφασμα» + ειδής*] … Dictionary of Greek
σινδονοφορώ — έω, Α [σινδονοφόρος] φορώ ενδύματα από σινδόνα, από λεπτό ύφασμα … Dictionary of Greek